„νοσταλγία“: θηλυκό νοσταλγία [nostalˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sehnsucht, Nostalgie Sehnsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f νοσταλγία συναίσθημα λαχτάρας νοσταλγία συναίσθημα λαχτάρας Nostalgieθηλυκό | Femininum, weiblich f νοσταλγία συναίσθημα θλίψης νοσταλγία συναίσθημα θλίψης esempi νοσταλγία για την πατρίδα Heimwehουδέτερο | Neutrum, sächlich n νοσταλγία για την πατρίδα