„νοσηρός“ νοσηρός [nosiˈros], νοσηρή, νοσηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ungesund, krankhaft ungesund νοσηρός ανθυγιεινός νοσηρός ανθυγιεινός krankhaft νοσηρός μη φυσιολογικός νοσηρός μη φυσιολογικός