„νοικοκυρεύω“: μεταβατικό ρήμα νοικοκυρεύω [nikokjiˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aufraumen, Ordnung schaffen in aufraumen νοικοκυρεύω σιγυρίζω νοικοκυρεύω σιγυρίζω Ordnung schaffen in νοικοκυρεύω φέρνω τάξη νοικοκυρεύω φέρνω τάξη