„νεύμα“: ουδέτερο νεύμα [ˈnevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Zeichen, Wink, Nicken Zeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεύμα σήμα νεύμα σήμα Winkαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεύμα με το χέρι νεύμα με το χέρι Nickenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεύμα με το κεφάλι νεύμα με το κεφάλι esempi κάνω νεύμα (zu)winken (σε jemandem) κάνω νεύμα κάνω νεύμα (zu)nicken (σε jemandem) κάνω νεύμα