νευρικός
[nevriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νευρική, νευρικιά, νευρικόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- nervösνευρικόςνευρικός
esempi
- νευρικές κινήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGezappelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νευρικός κλονισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNervenzusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νευρική κρίσηθηλυκό | Femininum, weiblich fNervenzusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi
νευρικός
[nevriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Nervenbündelουδέτερο | Neutrum, sächlich nνευρικόςνευρικός