„νεροπότηρο“: ουδέτερο νεροπότηρο [neroˈpotiro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wasserglas Wasserglasουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεροπότηρο νεροπότηρο