„μύωπας“: αρσενικό και θηλυκό μύωπας [ˈmiopas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kurzsichtige Kurzsichtige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μύωπας μύωπας