μόριο
[ˈmorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Teilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμόριο κομματάκιμόριο κομματάκι
- Molekülουδέτερο | Neutrum, sächlich nμόριο χημεία | Chemieχημμόριο χημεία | Chemieχημ
- Partikelθηλυκό | Femininum, weiblich fμόριο σκόνης γραμματική | Grammatikγραμμμόριο σκόνης γραμματική | Grammatikγραμμ
esempi
- μόριο οξυγόνουSauerstoffmolekülουδέτερο | Neutrum, sächlich n