„μυρίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μυρίζομαι [miˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) wittern, ahnen wittern, ahnen μυρίζομαι κίνδυνο μυρίζομαι κίνδυνο