μυαλωμένος
[mjaloˈmenos], μυαλωμένη, μυαλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vernünftigμυαλωμένος άτομο, απόφασημυαλωμένος άτομο, απόφαση
Grazie per il Suo feedback!