μπουρίνι
[buˈrini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Sturmwindαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπουρίνιμπουρίνι
- Windstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπουρίνι σύντομομπουρίνι σύντομο
esempi
- μπουρινιασμένη ατμόσφαιραθηλυκό | Femininum, weiblich fGewitterluftθηλυκό | Femininum, weiblich f