μπλόκο
[ˈbloko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Blockadeθηλυκό | Femininum, weiblich fμπλόκομπλόκο
- Polizeisperreθηλυκό | Femininum, weiblich fμπλόκο της αστυνομίαςμπλόκο της αστυνομίας