μπλέκω
[ˈbleko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- durcheinanderbringenμπλέκω μπερδεύωμπλέκω μπερδεύω
- verwickelnμπλέκω κλωστήμπλέκω κλωστή
- verwickeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μπλέκω σε αγώνα, σκάνδαλοhineinziehen, involvierenμπλέκω σε αγώνα, σκάνδαλομπλέκω σε αγώνα, σκάνδαλο
μπλέκω
[ˈbleko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich verwickeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μπλέκω σε αγώνα, σκάνδαλομπλέκω σε αγώνα, σκάνδαλο
- ein (Liebes-)Verhältnis anfangenμπλέκω αρχίζω ερωτική σχέσημπλέκω αρχίζω ερωτική σχέση
esempi
- μπλέκω με κάποιονsich auf jemanden einlassen