μπερδεμένος
[berðeˈmenos], μπερδεμένη, μπερδεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- μπερδεμένος
- verwickeltμπερδεμένος σε μια κατάστασημπερδεμένος σε μια κατάσταση
- μπερδεμένος μαλλιά