„μουγκρητό“: ουδέτερο μουγκρητό [muŋgriˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Brüllen Brüllenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μουγκρητό μουγκρητό