„μοιράζω“: μεταβατικό ρήμα μοιράζω [miˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) teilen, austeilen, verteilen, verteilen, aufteilen austragen, zuteilen, einteilen teilen (σε in) μοιράζω χωρίζω aufteilen, einteilen μοιράζω χωρίζω μοιράζω χωρίζω austeilen, verteilen μοιράζω κομπλιμέντα, δώρα μοιράζω κομπλιμέντα, δώρα verteilen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) μοιράζω διανέμω zuteilen (σε κάποιον jemandem) μοιράζω διανέμω μοιράζω διανέμω austragen μοιράζω εφημερίδες, διαφημιστικά μοιράζω εφημερίδες, διαφημιστικά „μοιράζω“: αμετάβατο ρήμα μοιράζω [miˈrazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) geben geben μοιράζω χαρτιά μοιράζω χαρτιά