„μοιάζω“: αμετάβατο ρήμα μοιάζω [ˈmjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ähneln, aussehen, ähnlich sein ähneln (σε, με+δοτική | +Dativ +dat) μοιάζω ähnlich sein μοιάζω μοιάζω aussehen (με wie) μοιάζω φαίνομαι μοιάζω φαίνομαι esempi σε ποιον μοιάζει; wem ähnelt er/sie? σε ποιον μοιάζει; του/της μοιάζει er/sie ähnelt ihm/ihr του/της μοιάζει μοιάζουμε wir sind uns ähnlich μοιάζουμε