ΜΜΕ
[mimiˈe(psilon)]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Massenmedienπληθυντικός | Plural plΜΜΕ Μέσα Μαζικής ΕνημέρωσηςΜΜΕ Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης