„μισοτελειώνω“: μεταβατικό ρήμα μισοτελειώνω [misoteˈʎono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) etwas zur Hälfte tun esempi μισοτελειώνω κάτι etwas zur Hälfte tun μισοτελειώνω κάτι