„μισοτελειωμένος“ μισοτελειωμένος [misotelioˈmenos], μισοτελειωμένη, μισοτελειωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) halb fertig halb fertig μισοτελειωμένος μισοτελειωμένος