„μηχανεύομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα μηχανεύομαι [mixaˈnevome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aushecken aushecken μηχανεύομαι μηχανεύομαι