μετρημένος
[metriˈmenos], μετρημένη, μετρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ausgemessen, abgemessenμετρημένος που έχει μετρηθείμετρημένος που έχει μετρηθεί
- berechnet, gezahltμετρημένος που έχει υπολογιστείμετρημένος που έχει υπολογιστεί
- μετρημένος συνετός
- μετρημένος μετριοπαθής
- bescheidenμετρημένος μετριόφρωνμετρημένος μετριόφρων