„μεταφορέας“: αρσενικό μεταφορέας [metafoˈreas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Spediteur, Carrier Spediteurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορέας μεταφορέας Carrierαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορέας αεροπορία | Luftfahrtαεροπ μεταφορέας αεροπορία | Luftfahrtαεροπ