μεταρρυθμιστικός
[metariθmistiˈkos], μεταρρυθμιστική, μεταρρυθμιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- μεταρρυθμιστική πολιτικήθηλυκό | Femininum, weiblich fReformpolitikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταρρυθμιστικό κίνημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nReformbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταρρυθμιστικός ζήλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mReformeiferαρσενικό | Maskulinum, männlich m