μεταναστευτικός
[metanasteftiˈkos], μεταναστευτική, μεταναστευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ausgewandertμεταναστευτικός από τη χώραμεταναστευτικός από τη χώρα
- eingewandert, zugewandertμεταναστευτικός σε άλλη χώραμεταναστευτικός σε άλλη χώρα