μεταμόσχευση
[metaˈmosçefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Transplantationθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταμόσχευση ιατρική | MedizinιατρVerpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταμόσχευση ιατρική | Medizinιατρμεταμόσχευση ιατρική | Medizinιατρ
esempi
- μεταμόσχευση δέρματοςHauttransplantationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταμόσχευση ήπατοςLebertransplantationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταμόσχευση μαλλιώνHaartransplantationθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi