„μεταλλωρύχος“: αρσενικό μεταλλωρύχος [metaloˈrixos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bergmann Bergmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταλλωρύχος μεταλλωρύχος