μεταδοτικός
[metaðotiˈkos], μεταδοτική, μεταδοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ansteckendμεταδοτικός ασθένεια, γέλιο, ενθουσιασμόςμεταδοτικός ασθένεια, γέλιο, ενθουσιασμός
- übertragbarμεταδοτικός ασθένειαμεταδοτικός ασθένεια