μεταβολή
[metavoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Änderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβολήVeränderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβολήWandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβολήWandelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταβολήμεταβολή
esempi
- κάνω μεταβολή
- μεταβολή του καιρούWitterungsumschwungαρσενικό | Maskulinum, männlich m