μεταβιβάζω
[metaviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- befördernμεταβιβάζω μεταφέρωμεταβιβάζω μεταφέρω
- ausrichtenμεταβιβάζω χαιρετισμούς, ευχαριστίεςμεταβιβάζω χαιρετισμούς, ευχαριστίες
- übertragen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μεταβιβάζω δικαίωμαμεταβιβάζω δικαίωμα
- übermittelnμεταβιβάζω μήνυμαμεταβιβάζω μήνυμα
- weitergeben (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μεταβιβάζω παραδόσειςμεταβιβάζω παραδόσεις