μελαχρινός
[melaxriˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μελαχρινή, μελαχρινόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- dunkelhäutigμελαχρινός με σκούρα επιδερμίδαμελαχρινός με σκούρα επιδερμίδα
- dunkelhaarig, brünettμελαχρινός με σκούρα μαλλιάμελαχρινός με σκούρα μαλλιά