μελανιά
[melaˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Tintenfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mμελανιά κηλίδα από μελάνιμελανιά κηλίδα από μελάνι
- blauer Fleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mμελανιά στο δέρμαμελανιά στο δέρμα