„μειονέκτημα“: ουδέτερο μειονέκτημα [mioˈnektima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Nachteil, Handicap Nachteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m μειονέκτημα μειονέκτημα Handicapουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειονέκτημα αθλητισμός | Sportαθλ μειονέκτημα αθλητισμός | Sportαθλ