„μεγαλοπρεπής“ μεγαλοπρεπής [meɣalopreˈpis], μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erhaben, feierlich erhaben, feierlich μεγαλοπρεπής μεγαλοπρεπής