„μαχήτρια“: θηλυκό μαχήτρια [maˈçitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kämpferin Kämpferinθηλυκό | Femininum, weiblich f μαχήτρια μαχήτρια esempi μαχήτρια της ελευθερίας Freiheitskämpferinθηλυκό | Femininum, weiblich f μαχήτρια της ελευθερίας