„μαυρίζω“: μεταβατικό ρήμα μαυρίζω [maˈvrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schwärzen schwärzen μαυρίζω κάνω μαύρο μαυρίζω κάνω μαύρο „μαυρίζω“: αμετάβατο ρήμα μαυρίζω [maˈvrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schwarz werden, braun werden, sich bräunen schwarz werden μαυρίζω γίνομαι μαύρος μαυρίζω γίνομαι μαύρος braun werden, sich bräunen μαυρίζω από τον ήλιο μαυρίζω από τον ήλιο