„ματαίωση“: θηλυκό ματαίωση [maˈteosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Vereitelung, Ausfall, Auflösung Vereitelungθηλυκό | Femininum, weiblich f ματαίωση παρεμπόδιση ματαίωση παρεμπόδιση Ausfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m ματαίωση μη πραγματοποίηση ματαίωση μη πραγματοποίηση Auflösungθηλυκό | Femininum, weiblich f ματαίωση ακύρωση ματαίωση ακύρωση