„μαρκάρω“: μεταβατικό ρήμα μαρκάρω [marˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α; -ιοα; -ισμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) markieren, decken, bewachen markieren μαρκάρω μαρκάρω decken, bewachen μαρκάρω αθλητισμός | Sportαθλ μαρκάρω αθλητισμός | Sportαθλ