μανούβρα
[maˈnuvra]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Manöverουδέτερο | Neutrum, sächlich nμανούβρα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατμανούβρα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
esempi
- μανούβρα στροφήςWendemanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n