μανιακός
[maniaˈkos], μανιακή, μανιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wahnsinnigμανιακός παράφρωνμανιακός παράφρων
- vernarrt, leidenschaftlichμανιακός παθιασμένοςμανιακός παθιασμένος
- besessenμανιακός κατεχόμενος από έμμονη ιδέαμανιακός κατεχόμενος από έμμονη ιδέα
esempi
- μανιακή δολοφόνοςθηλυκό | Femininum, weiblich fSerienmörderinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μανιακός δολοφόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSerienmörderαρσενικό | Maskulinum, männlich m