„μαιευτική“: θηλυκό μαιευτική [meeftiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Geburtshilfe Geburtshilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f μαιευτική μαιευτική esempi μαιευτική αίθουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Kreißsaalαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαιευτική αίθουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f