μαθητικός
[maθitikos], μαθητική, μαθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schul-μαθητικόςμαθητικός
esempi
- μαθητική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich fSchülerausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μαθητικό περιοδικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchülerzeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαθητικό συμβούλιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchülermitverwaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f