μαζεύω
[maˈzevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sammeln, einsammeln, aufsammelnμαζεύω σκόρπια πράγματαμαζεύω σκόρπια πράγματα
- sammelnμαζεύω συλλέγωμαζεύω συλλέγω
- aufhebenμαζεύω από το έδαφοςμαζεύω από το έδαφος
- einsammelnμαζεύω χρήματαμαζεύω χρήματα
- pflückenμαζεύω λουλούδιαμαζεύω λουλούδια
- anziehenμαζεύω σχοινίμαζεύω σχοινί
- einholenμαζεύω πανιάμαζεύω πανιά
- μαζεύω υγρό
- zusammennehmenμαζεύω θάρρος, δυνάμειςμαζεύω θάρρος, δυνάμεις
- wegräumenμαζεύω πιατικάμαζεύω πιατικά
- zusammenpackenμαζεύω τα πράγματά μουμαζεύω τα πράγματά μου
- aufräumenμαζεύω συγυρίζωμαζεύω συγυρίζω
- abbrechenμαζεύω τένταμαζεύω τέντα
μαζεύω
[maˈzevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)