„μαδώ“: μεταβατικό ρήμα μαδώ [maˈðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) rupfen rupfen μαδώ μαδώ „μαδώ“: αμετάβατο ρήμα μαδώ [maˈðo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ausfallen, Haare verlieren, haaren ausfallen μαδώ μαλλιά μαδώ μαλλιά Haare verlieren μαδώ χαλαρά μαλλιά μαδώ χαλαρά μαλλιά haaren μαδώ τρίχωμα ζώου μαδώ τρίχωμα ζώου