μαγκώνω
[maŋˈgono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- klemmen, einklemmen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μαγκώνω δάχτυλαμαγκώνω δάχτυλα
- schnappenμαγκώνω κλέφτημαγκώνω κλέφτη