„μίνι“: ουδέτερο μίνι [ˈmini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Minirock, Mini Minirockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μίνι Miniαρσενικό | Maskulinum, männlich m μίνι μίνι esempi μίνι γκόλφουδέτερο | Neutrum, sächlich n Minigolfουδέτερο | Neutrum, sächlich n μίνι γκόλφουδέτερο | Neutrum, sächlich n μίνι μπαρουδέτερο | Neutrum, sächlich n Minibarθηλυκό | Femininum, weiblich f μίνι μπαρουδέτερο | Neutrum, sächlich n