μέτριος
[ˈmetrios], μέτρια, μέτριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- mittlereμέτριος βαθμόςμέτριος βαθμός
- mäßig, mittelmäßig, durchschnittlichμέτριος όχι πολύ καλόςμέτριος όχι πολύ καλός
esempi
- μέτρια μαθήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fDurchschnittsschülerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέτριος μαθητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mDurchschnittsschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m