Traduzione Greco-Tedesco per "μέλος"

"μέλος" traduzione Tedesco

μέλος
ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Gliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μέλος ανατομία | Anatomieανατ
    μέλος ανατομία | Anatomieανατ
  • Mitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μέλος οργάνωσης, κόμματος
    μέλος οργάνωσης, κόμματος
esempi
  • μέλη του σώματος
    Gliedmaßenπληθυντικός | Plural pl
    μέλη του σώματος
  • γίνομαι μέλος
    beitreten+δοτική | +Dativ +dat
    Mitglied+γενική | +Genitiv +gen
    werden
    γίνομαι μέλος
  • μέλος αντιπροσωπείας
    Delegationsmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μέλος αντιπροσωπείας
  • nascondi gli esempimostra più esempi
μέλος
αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

esempi
  • μέλος συνδικάτου
    Gewerkschaftsmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μέλος συνδικάτου
  • μέλος συνεταιρισμού
    Genossenschaftlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέλος συνεταιρισμού
  • μέλος της γενιάς του ’68
    Achtundsechzigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέλος της γενιάς του ’68
  • nascondi gli esempimostra più esempi
προστατευόμενο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Abhängige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
προστατευόμενο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μη μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nichtmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μη μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τεχνητό μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Protheseθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kunstgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τεχνητό μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επίτιμο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Ehrenmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επίτιμο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
νέο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικογένειας
Familienzuwachsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
νέο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικογένειας
πλήρες μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Vollmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πλήρες μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mitgliedschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: