μέγιστο
[ˈmejisto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Maximumουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέγιστομέγιστο
esempi
- μέγιστο βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich nMaximalgewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- μέγιστο ποσοστόουδέτερο | Neutrum, sächlich nHöchstsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m