μέγας
[ˈmeɣas], μεγάλη, μέγαεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- großμέγαςμέγας
esempi
- ο Μέγας Αλέξανδροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAlexanderαρσενικό | Maskulinum, männlich mder Große
- μεγάλη δούκισσαGroßherzoginθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέγας δούκαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGroßherzogαρσενικό | Maskulinum, männlich m